μελαγχροινός

μελαγχροινός
η , ό[ν] , μελάγχρους, ους , ουν см. μελαχρ(ο)ινός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μελαγχροινός" в других словарях:

  • μελαγχροινός — ή, ό βλ. μελαχρινός …   Dictionary of Greek

  • μελαχρινός — και μελαγχροινός, ή, ό (Α μελαγχρινός, ή, όν) αυτός που έχει σκούρα, μαυρειδερή, μελαψή επιδερμίδα και μαύρα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μελάγχρους* + κατάλ. ινός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»